"Yogi Zombie" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου

Έκατσε σταυροπόδι και πήρε μερικές ρηχές ανάσες. Η οθόνη έριχνε φόλα με περιτύλιγμα καβαλίνα. Στο κανάλι ΦΤΥΣΕ, η διάσημη Χρυσένη Καφεδάκη, έριχνε τα χαρτιά μαζί με μια υπέρβαρη διαιτολόγο και μιλούσαν για καιρό, μόδα και πλατυποδία με κάλους. Στο ΤΗΛΕ-ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ, η διάσημη τιποτολόγος, Βλητούλα Ξυνομηλιά, άλλαζε συνεχώς το σταυροπόδι της με διαφορετική κιλότα, από διαφήμιση σε διαφήμιση, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κερδίσει τη χαμένη της ακροαματικότητα. Στην προσπάθειά της να ξεβρακωθεί αξιοπρεπώς μια μέρα γλίστρησε στο πλατό και η εκπομπή διεκόπη μέχρι να ενώσουν τα καλώδια και να της προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Φυσικά και ξεκίνησαν όταν ακόμη της ετοίμαζαν το κεφάλι, και το πλάνο έγινε πιο βαθύ από το δάκρυ της Βλητούλας που κατάφερε να προφέρει: "Ότι και να κάνουν οι εχθροί μας, εγώ θα είμαι εδώ στον αγώνα δυνατή από τη δύναμη που μου δίνει ο σπόνσορας".

"Αγνόησε το", είπε, "αγνόησε ότι θα μπορούσες να είσαι έξυπνος, συνέχισε να παρακολουθείς τη διαδικασία του τίποτα".

Χτες το βράδυ, τον πήρε ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Ξύπνησε και συνέχισε να είναι καρφωμένος – ζόμπι μπροστά σε αυτή. Ήταν η βαθιά του αναπνοή και ο διαλογισμός του, τον τρυπούσε ευχάριστα και του αλλοίωνε τα αισθήματα και την προσωπικότητα. Πάνω από αυτά ήταν ένας γιόγκι. Μπορούσε να στέκεται ακίνητος, και "να βλέπει ότι τον βλέπουν". Χειροκρότησε τον εαυτό του για την ικανότητα να σκορπάει τη ζωή του σε τηλεοπτικά τίποτα.

Πήρε μια ρηχή αναπνοή, ο σβέρκος του άρχιζε να φουσκώνει σαν προζύμι. Αποφάσισε να διακομιστεί στη βλακεία. Πήρε και άλλες ρηχές αναπνοές. Όταν φούσκωσε αρκετά το λαιμό του ξέφυγε μια κλανιά. Η μυρωδιά της φασολάδας με κονσέρβα αστακό, απλώθηκε στο χώρο και όταν πήρε την επόμενη ρηχή εισπνοή φύσηξε τόσο δυνατά που ένιωσε την μυρωδιά της φασολοδοαστακονσέρβας να καρφώνεται λίγο κάτω από διάφραγμα. Ήταν καλό σημάδι, άλλαξε κανάλι. Στο TV ΚΟΥΡΑΔΟΠΗΓΗ, ο Φούσκοστομαχάκης, έφτιαχνε διάφορες λιχουδιές: χαβιάρι με κορν-φλέικς, σπαγγέτι με σος "παρτίδα γκολφ", τσουρέκι από νύχια ιπποπόταμου, σουβλάκι καϊμάκι και την παραδοσιακή λιχουδιά χοληστερονόσουπα.

O Γιόγκι-Ζόμπι πήρε μια ρηχή αναπνοή προσπαθώντας να κρατήσει τα μάτια του μισάνοιχτα-μισόκλειστα. Κάποτε είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό κάπου ανάμεσα στα σκατά της καθημερινότητας πως η πνευματική ανάπτυξη είναι ο μοναδικός τρόπος να αλλάξει τον κόσμο, γιατί ο κόσμος είναι ο τρόπος που τον αντιλαμβανόμαστε. "Πως ξεφυτρώνουν αυτές οι παρενθέσεις εξυπνάδας στο κεφάλι μου", αναρωτήθηκε και γρήγορα περισσότερο από τρόμο για την απόρριψη της ζωής του, διακομίστηκε στη βλακεία. Ενίσχυσε δια μέσου της ρηχής του αναπνοής, το μίσος για τους άλλους. "Όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά", είπε στον εαυτό του, "καλό θα είναι να ρίχνω την ευθύνη στους άλλους παρά να κοιτάζω να βρω λύση μέσα μου για να λύσω το πρόβλημα". Ενισχύοντας την τάση του να είναι τίποτα, σκέφτηκε πως το άλλοθι είναι ισχυρό, πίσω από το πέπλο του μίσους για τους άλλους μπορεί να συνεχίσει τις άσχημες συνήθειες και τις εξαπατημένες δραστηριότητες που του σέρβιρε η αγαπημένη του οθόνη. Ένιωθε πως ήθελε να σταματήσει κάθε τροφή που καθαρίζει την σκέψη, ήθελε να πετάξει μαυρίλα παντού τριγύρω του. Ψέλλισε μερικά μάντρα μιζέριας ρηχά στα χείλη του ενώ τα μάτια του συνέχιζαν να τρεμοπαίζουν από την έλλειψη της ηρεμίας που δεν την αναζητούσε πια: "άστα να πάνε, άστα να πάνε, άστα να πάνε, τα ίδια τα ίδια τα ίδια τα ίδια".

Αφού διακομίστηκε στη βλακεία, διαπίστωσε πως ο πόνος του κόσμου είναι μια ασθένεια του μυαλού του, όμως αν ρίχνει αυτή την ασθένεια στον κόσμο, νιώθει καλύτερα. Νιώθει το δέος της ανυπαρξίας να αναδύεται πίσω από την κατινιά της οθόνης του. Άφησε το μυαλό του έρμαιο στους πιθήκους, ξέχασε πως είναι να το ελέγχεις (αραιά και που του έρχονταν στο μυαλό οι εικόνες που είχε όταν ήταν παιδί και γρήγορα γρήγορα τις έσβηνε) και το ίδιο γρήγορα άλλαξε κανάλι. Τώρα διάσημοι τιποτολόγοι στέκονταν γύρω από ένα τραπέζι, και γύρευαν δια μέσου βλακείας και φλυαρίας να αλλάξουν τον κόσμο. Μιλούσαν ασταμάτητα, τόσο άστοχα που νόμιζε κανείς πως αν τους κρέμαγε ένα κουδούνι στο λαιμό και τους έβαζε να τρέχουν, ο ήχος από τα κουδούνια θα είχε περισσότερο νόημα.

Έπιασε το κοντρόλ και ένιωσε ρηχά μέσα του, συμμετέχοντας στο συνονθύλευμα της μιζέριας. Περισσότεροι τρομολόγοι, σεισμολόγοι, τιποτολόγοι έτρεχαν στην οθόνη και έφτυναν στη μούρη του, τόσο άσχημα. Λάθος, τόσο όμορφα, δεν θα ένιωθε ποτέ μόνος ξανά. Μερικές εικόνες των πολιτικών, τον έκαναν να νιώσει εκείνη τη γλυκιά αίσθηση του μίσους.

Η προσοχή του ξέφυγε από την αιχμαλωσία. Κοίταξε προς την οθόνη του παραθύρου. Κάθε τι "σε πλαίσιο", ο Γιόγκι-Ζόμπι το ονόμαζε οθόνη. Κάπως σαν οθόνη άρχισε να δείχνει και το πρόσωπό του μπροστά στον καθρέπτη τις τελευταίες μέρες. Κλεφτά κοιτούσε από το παράθυρο, συγνώμη την οθόνη, του φωταγωγού. Κάποτε πίσω ήταν ένας κήπος, τώρα ένας τσιμεντένιος λαβύρινθος. Για λίγο του πέρασε από το μυαλό πως ήταν τα παιδικά του χρόνια όταν έπαιζε εκεί ατελείωτες ώρες. "Έχτισε το κελί του" στα γρήγορα και έδιωξε τη σκέψη. "Είμαι το ίδιο καλός όσο και αυτή η ριμάδα η οθόνη", σκέφτηκε. Άρχισε να παίζει στα χείλη του ένα ακόμη μάντρα "Έτσι πρέπει να βλέπει ο καθένας, έτσι πρέπει να βλέπει ο καθένας".

Πλάτωνας ή χαιρέτα μου τον πλάτανο; Ήξερε τι θα πει στοχασμός. Ήξερε τι θα πει ντάρμα – αχταρμά. Ήξερε να φτιάχνει ντολμάδες και να αναλύει πίνακες του Βαν Γκονγκ και τον πίνακα με το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου. Και μέσα από την νιρβάνα νταρντάνα, ήξερε πώς να αναλύσει την κόπωση των ανθρώπινων σχέσεων, να δείξει ελεημοσύνη και οίκτο.

Πίσω στην οθόνη της ζωής του, στο δελτίο "τρομοειδήσεων", ο παρουσιαστής δημοσιογλείφτης κροταλίζει με φόντο μια σκοτεινή φωτογραφία και ανθρώπους να ουρλιάζουν θέλοντας να στεριώσουν την προσωπική τους εκζήτηση. Για λίγο ο Γιόγκι- Ζόμπι, γύρισε το κεφάλι του στην οθόνη του παραθύρου. Μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας κοίταξε το δέντρο απέναντι, ένα τεράστιο δέντρο, δυνατό από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, με τις ρίζες να σκάβουν το χώμα του σκότους. Οι νεράιδες βρήκαν χώρο να παρουσιαστούν στο μονοπάτι, πίσω από τις λάμπες νέον με φόντο ένα ψεύτικο ξημέρωμα. Ο έξω κόσμος ήταν τα πρωινά της ζωής του, ήταν αυτό που έβλεπε. Δεν έβλεπε τίποτα πλέον παρά τις στάχτες του μυαλού του, ανάμεσα στα τέρατα της διαμόρφωσης που ο ίδιος άφησε να γεννηθούν.

Πριν προλάβει να νιώσει την ομορφιά εκείνου του δέντρου, το τέρας γιγαντώθηκε μπροστά του, το τέρας μεγάλωνε και μεγάλωνε και ξεπρόβαλε ένα τεράστιο κεφάλι. Μέσα στο σκοτάδι, πριν προλάβει να καταλάβει τρόμο ή κάτι άλλο βρέθηκε στο στομάχι του κήτους. Σε ένα απέραντο γλοιώδες βαθύ σκοτάδι. Όταν τα μάτια του συνήθισαν αυτή την έλλειψη του φωτός, είδε πως στέκονταν στα εντόσθια του τέρατος. Εκεί μέσα στο στομάχι, διέκρινε πως δεν ήταν μόνος. Είδε τον γείτονά του που τόσο μισούσε, είδε την σπιτονοικοκυρά του που τόσο μισούσε, είδε πολλούς σκυθρωπούς στον δήθεν έξω κόσμο, να στέκονται εκεί δίπλα του. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος για διαμαρτυρία, υπήρχε όμως ο μέγας αφέντης χρόνος. Και όταν ένιωσαν το χρόνο, όλοι ένωσαν τα χέρια τους, χωρίς να πουν ούτε μια λέξη ούτε οθόνη υπήρχε να τους διαμορφώσει τις λέξεις. Και αφού σίγησαν, ένιωσαν κάτι να αλλάζει.

Την ίδια στιγμή στην επιφάνεια, το τέρας ένιωσε αδύναμο, ζαλισμένο. Τα πόδια του έτρεμαν και γύρευε κάπου να πιαστεί.

Σχόλια