"Πασχαλινή ιστορία: Τα Θαύματα του γιατρού Συμεών Λευκορόμπα" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Ο γιατρός Συμεών Λευκορόμπας ήταν το πιο αγαπητό πρόσωπο του εαυτού του και δεν ήθελε να το αλλάξει αυτό. Ήξερε ότι μετά την εξυπνάδα του πελαγοδρομούσε το χάος και ήταν σίγουρος, εκεί διπλωμένος στον καναπέ, πως η δημοσιότητα θα του ταίριαζε. Θυμήθηκε τη ρήση του απατεώνα και κακιασμένου ανθρώπου που είχε δάσκαλο στο πανεπιστήμιο: "Βλέπω, άρα πιστεύω". Ήταν τρεις λέξεις γεμάτες ανοησία, που όμως είχαν βαθιά ρίζα στην ανοησία ορισμένων. Ήθελε να τον βλέπουν για να πιστέψουν πως είναι μεγάλος επιστήμονας. Σκέφτηκε τον ξάδελφό του Πάρλα Ανοητίδη, ήταν σπουδαίος δημοσιογράφος στο κανάλι "ΤV ψέμμα". Είχαν να μιλήσουν πάνω από δέκα χρόνια. Είχαν έναν μεγάλο τσακωμό μια μέρα για ένα ποδήλατο που έκλεψαν από το γιατρό, ενώ το είχε δανειστεί από τον δημοσιογράφο. Σχεδόν πιάστηκαν στα χέρια γιατί ο ξάδελφός του ζήτησε να του το πληρώσει. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε. Ο δημοσιογράφος που τότε ήταν μαθητευόμενος στην τοπική εφημερίδα "Η φωνή του βλάχου" τον απείλησε λέγοντας ότι θα βγάλει τα άπλυτα του γιατρού στη φόρα. Πράγματι την επόμενη μέρα, ο γιατρός είδε έκπληκτος ένα οκτάστηλο στην εφημερίδα, που έλεγε ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία, γιατί υπάρχουν αποδείξεις πως χρηματίζεται από τη μαμή της πόλης, για να της δίνει βότανα που εκείνη τα χρησιμοποιούσε για να μεγαλώνει τα κοτόπουλα και να ξεβουλώνει το λαιμό σε όποια κοκόρια είχαν βραχνιάσει από το κρύο που έκανε εκείνον τον χειμώνα. Ξέσπασε σάλος στο χωριό με τις αποκαλύψεις του μαθητευόμενου δημοσιογράφου και εκείνος ο σάλος, έγινε η αφορμή να πάρει προαγωγή, γράφοντας μια σταθερή στήλη με τα κουτσομπολιά και τις κακίες του χωριού, ενώ ταυτόχρονα σήμανε το τέλος του ξάδελφου γιατρού, που αφού πέρασε ένας μήνας και δεν πάτησε κανείς στο γραφείο του, έφυγε νύχτα με το πρώτο ΚΤΕΛ καθώς ο ξάδελφος, που είχε μπει εγγυητής στο δάνειο για το αυτοκίνητο του γιατρού, τον ενημέρωσε ότι θα του το πάρει η τράπεζα και ότι ήδη είχε ετοιμάσει ένα ακόμη συκοφαντικό οκτάστηλο που παρουσίαζε τον γιατρό να χρωστάει σε όλο το χωριό. Μετά από εκείνα τα επεισόδια, μπήκε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο γιατρός έχει εδώ και χρόνια το δικό του ιατρείο στην πρωτεύουσα και μια πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους κύκλους των φαρμακευτικών εταιρειών για την καλή δουλειά που κάνει με το εμπόριο. Αλλά και η άνοδος του ξάδελφού του, ήταν τόσο γρήγορη που ακόμη και ο πιο αισιόδοξος απατεώνας δεν θα το πίστευε πως εκείνος ο γλειώδης μαθητευόμενος, που ξεκίνησε να γράφει αηδίες σε μια τοπική εφημερίδα, έχει φτάσει να έχει δική του εκπομπή στο "TV ψέμα", το κανάλι με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα. Ο γιατρός σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να γίνει γλοιώδης και να επισκεφτεί τον επίσης γλοιώδη ξάδελφο με σκοπό να τον πείσει να τον βγάλει στο γυαλί και να πει αηδίες. Ήταν μονόδρομος να γίνει διάσημος.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και ο δόκτωρ Συμεών Λευκορόμπας δεν ήθελε να αμαρτήσει. Θα μπορούσε να ασχοληθεί με τη διασημότητά του την ερχόμενη βδομάδα. Τώρα ήθελε να πάει στο σούπερμάρκετ, να χαθεί μέσα του και να νιώσει την κατάνυξη των ημερών. Να αγοράσει όλα όσα δεν χρειάζεται για το πασχαλινό τραπέζι και ακόμη περισσότερα. Ένιωθε ικανός να γίνει πιο ηλίθιος λόγω της θλίψης των ημερών: οι καμπάνες βαράνε και οι ρασοφόροι επιχειρηματίες τρίβουν τα χέρια τους.

Όλες οι σκέψεις του διαλύθηκαν μονομιάς. Δεν ήθελε να σκεφτεί εξυπνάδες και ντρεπότανε γιατί δεν ήξερε από πού ξεφύτρωναν. Έφτασε στο σούπερμαρκετ. Ήταν καλός χριστιανός και έσπρωξε το καρότσι του για το ράφι με τα σοκολατένια αυγά. Ήταν έτοιμος να πάρει μερικά. Το ένα όμως του έπεσε στο πόδι ενώ κοίταζε την τιμή του. Τότε από τον πόνο είδε ένα όραμα. Είδε πως είχε γίνει ιπτάμενος, ότι περνούσε από το ταμείο του σούπερμάρκετ χωρίς να πατάει στη γη και όλοι οι παριστάμενοι συναγωνιστές χριστιανοί έπεσαν στα γόνατα να τον προσκυνήσουν. Μερικοί εκεί που προσκυνούσαν έχωναν στις τσέπες τους και μερικά τρόφιμα, κυρίως κρέατα. Άλλοι άνοιξαν μερικές συσκευασίες και άρχισαν να μασουλάνε. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν οτιδήποτε και να τους έλεγε, όμως εκείνος συνέχισε να πετάει προς τα έξω.

Ο πόνος του πέρασε και αναρωτήθηκε καθώς συνήλθε τι μπορούσε να έχει αυτό το αυγό μέσα που του προκάλεσε τόσο πόνο. Το έβαλε δίπλα στο αυτί του και βάλθηκε να το κουνάει. Κάτι κροτάλιζε μέσα του. Η συσκευασία ήταν αεροστεγώς κλεισμένη όπως και το μυαλό του ίδιου. Έτσι αποφάσισε να το αφήσει στη θέση του και να πάρει ένα άλλο αυγό πιο μικρό. Έπειτα συνέχισε να γεμίζει το καρότσι του με ότι έβλεπε τριγύρω χωρίς να έχει την παραμικρή πρόθεση να σκεφτεί πως όλα αυτά ήταν άχρηστα. Ήθελε μόνο να γεμίσει το καρότσι και να προχωρήσει με καμάρι προς το ταμείο εκεί που στέκονταν και άλλοι για να τους κάνει να ζηλέψουν γιατί το δικό του καρότσι ήταν γεμάτο κατάνυξη.

Όταν έφτασε εκεί διαπίστωσε πως ένας πολύ χοντρός κύριος τον νικούσε. Είχε ένα καρότσι μικρό βουνό που σχεδόν έφτανε ως πάνω στο διπλοσάγονό του. Σχεδόν στήριζε τα πράγματα στο διπλόβυζο που είχε μέσα από τη γραβάτα του ακριβού κοστουμιού του. Έμεινε να τον κοιτάζει και το βλέμμα του έσταζε ζήλεια. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ασυναίσθητα όμως άρχισε ο ίδιος να καταπίνει το σάλιο του και άρχισε να ψέλνει το τραγούδι που έπαιζαν τα μεγάφωνα του σουπερμάρκετ, ένα κακέκτυπο θρησκευτικού τραγουδιού σε στίχους ανόητης κατανάλωσης. Τότε η μπροστινή του κυρία, μια μαυροφορούσα κοτσονάτη κυρία που είχε περάσει ίσως τα ογδόντα χωρίς ποτέ να την αφομιώσει η σοβαρότητα της ηλικίας της, άρχισε να ψέλνει και εκείνη. Και, ω τι θαύμα, το ίδιο έκανε και ο κύριος μπροστά της, αλλά και η νεαρή κοπέλα μπροστά του και το τραγούδι έφτασε στην ταμία που άρχισε να χτυπάει τα πλήκτρα της ταμειακής στον ρυθμό που λίγο πριν τον καταριόταν, γιατί τον άκουγε επί δεκαπέντε ώρες κάθε μέρα. Ο χοντρός με το καρότσι βουνό μπορεί να θόλωσε για λίγο, όμως πήρε ένα κλειστό σακούλι με προτηγανισμένες πατάτες και άρχισε να το ευλογεί σαν να ήταν μητροπολίτης ενώ με το άλλο χέρι έβγαλε έναν αναπτήρα από την τσέπη του και τον κράτησε αναμμένο ενώ διαρκούσε αυτό το θαύμα. Σαν μια ψυχή όλοι οι παρευρισκόμενοι, ακολουθούσαν το ρυθμό του χοντρού και του τραγουδιού. Ήταν το θαύμα της μεγάλης Παρασκευής και ήταν ένα θαύμα γιατί οι άνθρωποι εκείνοι μέσα στην θλίψη τους βρήκαν τη δύναμη να τραγουδήσουν πάνω από τα γεμάτα καρότσια τους, να δακρύσουν με το μεγαλείο της ορθοδοξίας που τους αξίωσε να μεγαλώσουν και άλλο τις κοιλιές τους, με την πίστη να φουντώνει όπως τα αγριόχορτα στην αρχή μια βροχερής άνοιξης.

Όταν τελείωσε η καταμέτρηση των άχρηστων προιόντων, έβγαλε μια μερίδα πλαστικό χρήμα και πλήρωσε το λογαριασμό του. Τότε ένιωσε όχι μόνο χριστιανός που έκανε το χρέος του αλλά και πολίτης που βοηθάει τον κοινωνικό περίγυρο, γιατί έκανε τους περίεργους που παρακολουθούσαν, να νιώθουν πως είναι και αυτά μέλη της κοινωνίας και της συναγωγής. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό η εικόνα του Χριστού που έχει πάνω από το γραφείο του εκεί που κουμαντάρει τους ασθενείς – πελάτες με κάθε τρόπο και κάθε κοροϊδία που του επιτρέπει η κοινωνική του θέση ως γιατρού. Άρπαξε τις πλαστικές σακούλες και όρμησε προς τα έξω, ενώ διαπίστωσε πως η θλιβερή μάσκα της πλεονεξίας είχε πάρει ξανά τη θέση του θαύματος των λίγων λεπτών τραγουδιού, ανάμεσα σε κατάνυξη και κατάθλιψη.

Όταν έφτασε στο σπίτι έβαλε τη γυναίκα του να κουβαλήσει τις τσάντες ως κίνητρο για να γλυτώσει από τη γκρίνια της. Εκείνη με ύφος τόσο σκυθρωπό που σχεδόν τσαλάκωνε το μουστάκι της στάζοντας αηδία (νομίζοντας πως ήταν μόδα για μοντέρνους ανθρώπους), προχώρησε προς την κουζίνα. Πέταξε τις τσάντες εδώ και εκεί και θέλησε να συνεχίσει να βλέπει τηλεόραση. Είχε ένα από εκείνα τα έργα που έδειχναν τη ζωή του Χριστού, εκείνες τις μεγαλοπρεπείς παραγωγές που σε γέμιζαν νηστίσιμη σούπα και σε έκαναν να νιώθεις ως πνευματικός συνεχιστής της Βίβλου από τον καναπέ του σπιτιού σου.

Ο γιατρός δεν μπορούσε να την αντικρίζει άλλο. Ήξερε επίσης πως θα έμενε νηστικός, αναγκαστική δίαιτα λόγω της ανικανότητας της συζύγου να μαγειρεύει και του ίδιου να μην τρώει κάτι που δεν το έχει φτιάξει εκείνη. Θέλησε να κάνει ένα μπάνιο, όμως τελευταία στιγμή αποφάσισε να μείνει βρώμικος και να συνεχίσει έτσι ως το πρώτο φως της μέρας. Του πέρασε φευγαλέα ένας θυμός,το μαγεμένο με δάνεια σπιτικό του, τον πλάκωνε. Τουλάχιστον με τη νέα παρτίδα φαρμάκων είχε πληρώσει και τη δόση για αυτόν τον μήνα. Έτσι απλά περίμενε μερικές σειρές κορόιδων από το ταμείο για τον άλλον μήνα να τον κάνουν να δώσει μερικά σκουριασμένα φάρμακα που είχε ξεχάσει στη μικρή αποθήκη πίσω από το γραφείο του, για να ξεχρεώσει το εορτοδάνειο. Αλλά δεν ήταν μέρα για να τα σκεφτεί όλα αυτά. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Άφησε το πλαδαρό του σώμα να πάλλεται στους ήχους τις καμπάνας που έμπαινε θλιμμένη και απρόσκλητη στην κάμαρά του. Πέρασε για λίγο από το μυαλό του εκείνη η αναλαμπή θαύματος που έγινε στο σουπερμάρκετ, κάτι που θα το κράταγε για όλη του τη ζωή και κάτι που δεν ήθελε να το μοιραστεί με άλλους παρά μόνο με τους παρευρισκόμενους εκεί. Ίσως ήταν ο ίδιος που το προκάλεσε. Αν δεν έπεφτε το σοκολατένιο αυγό στο πόδι του να τον κάνει να πονέσει μπορεί και να μην προκαλούσε τη δόνηση που χρειάζονταν για να συντελεστεί εκείνο το αριστούργημα χριστιανοσύνης. Έπειτα ήταν και ο τρόπος που έβγαλε την πιστωτική από την τσέπη του. Είχε όλη εκείνη τη σοβαροφάνεια ανθρώπου που ήξερε που βρισκότανε, έχοντας πλήρη επίγνωση του χριστιανικού του ρόλου μέσα στην εβδομάδα της δυστυχίας που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Σταύρωσε τα χέρια του και διαπίστωσε κοιτάζοντας το ταβάνι πως είχε ξαπλώσει με τα παπούτσια που τον στένευαν. Από το καθιστικό ακούγονταν η θλιβερή μουσική της ταινίας και η γυναίκα του να μασάει συγκινημένη νηστίσιμα πατατάκια. Μια γειτόνισσα από τις λίγες που είχαν μείνει στην γειτονιά ούρλιαζε μιλώντας στο κινητό της. Ήταν στο μπαλκόνι με τη μπορντώ ρόμπα της και ήταν λίγο πιο άσχημη από ότι συνήθως. Έπειτα άλλαξε γνώμη δεν ήθελε να σκεφτεί τίποτα άλλο και σε λίγα δευτερόλεπτα ροχάλιζε μακάρια.

Ο γιατρός Συμεών Λευκορόμπας, ξύπνησε διπλωμένος στον καναπέ, από το θόρυβο της πόρτας. Φωνές έφταναν στα αυτιά του, σαν κάτι επείγον να συνέβαινε. Προσπάθησε να κουνηθεί, και αφού τα κατάφερε πάτησε γερά στα πλαδαρά του πόδια και σηκώθηκε με τα μάτια μισάνοιχτα σαν να τον είχαν γρονθοκοπήσει. Έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε και έμεινε άφωνος. Ήταν το κανάλι "TV ψέμα", μια κάμερα που την κρατούσε ένας νεαρός και μπροστά του ολοζώντανος ο ξάδελφος, ο διάσημος δημοσιογράφος Πάρλας Ανοητίδης. Ο γιατρός βούρκωσε από τη συγκίνηση που θα γίνονταν διάσημος. Ο δημοσιογράφος βούρκωσε επίσης γιατί η εκπομπή του θα ήταν τόσο ανόητη που θα έσπαγε κάθε ρεκόρ ακροαματικότητας. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Είχε περάσει τόσος καιρός, και αναζητούσαν ο ένας τον άλλον και να τώρα ήταν τόσο συγκινημένοι που δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη. Ο γιατρός πείστηκε πως η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν για αυτόν μια βδομάδα θαυμάτων. Η κάμερα κατέγραψε το γεγονός της μεγάλης συνάντησης. Ο Πάρλας Ανοητίδης είχε τις πληροφορίες του πως ένα θαύμα είχε συμβεί στο σούπερμάρκετ και έψαξε να βρει το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για αυτό το θαύμα. Και τώρα ένα ακόμη θαύμα θα συνέβαινε: η ακροαματικότητα θα έφτανε σε νέο ρεκόρ με τις δύο ιστορίες, του θαύματος στο σουπερμάρκετ και της συνάντησης των δύο αυτών σπουδαίων αντρών της χριστιανοσύνης. Καθώς κάθισαν όλοι μαζί στον καναπέ, δάκρυα χαράς πλημμύρισαν το σαλόνι. Οι δύο άντρες θυμήθηκαν τα παλιά, η κάμερα κατέγραφε. Ήταν όλα τόσο ωραία. Έκατσαν μαζί όλη μέρα, ο γιατρός διηγήθηκε την ιστορία με το σοκολατένια αβγό, είπαν και άλλες ιστορίες και πέρασε το μεγάλο Σάββατο και πήγαν όλοι μαζί στην εκκλησία, ο κάμεραμαν κάπνισε ένα τρίφυλλο στο μεταξύ γιατί δεν τους άντεχε άλλο και αντί να τραβάει το μυστήριο της ανάστασης, βάλθηκε να τραβάει όποια γυναίκα ήταν ντυμένη σαν να πήγαινε στα μπουζούκια. Έπειτα γύρισαν σπίτι, έφαγαν την μαγειρίτσα που ήταν άθλια μαγειρεμένη από τη σύζυγο του γιατρού, ο κάμεραμαν έφαγε δεκατέσσερα σοκολατάκια γιατί η λιγούρα του είχε λυγίσει τα γόνατα, έπειτα άνοιξαν την τηλεόραση στο "TV ψέμα" φυσικά γιατί είχε ζωντανή σύνδεση με την μπουζουκερί "Ο Κέρινος Σκύλος" όπου διέπρεπε στην πίστα ο διάσημος τραγουδιστής Τόλης Φαλτσοκλάψας. Έτσι γλέντησαν όλη τη νύχτα, υπό το βάρος της δυσπεψίας από τη μαγειρίτσα και τους πήρε όλους μαζί ο ύπνος. Ξημέρωσε Κυριακή του Πάσχα. Έφυγαν για το σπίτι του δημοσιογράφου. Στο δρόμο τράβηξαν μερικά πλάνα από το ψήσιμο στην επικράτεια. Χιλιάδες ψημένα αρνιά τόνιζαν το μεγαλείο της χριστιανοσύνης - "να αγαπάμε όλα τα πλάσματα". Το γλέντι συνεχίστηκε στο σπίτι του δημοσιογράφου, όπου από νωρίς οι υπηρέτες του είχαν προνοήσει να ψήσουν. Έφαγαν μέχρι σκασμού, έριξαν βαρελότα, χόρεψαν και ρεύτηκαν. Όταν το απόγευμα τους βρήκε μεθυσμένους, ο γιατρός Συμεών Λευκορόμπας, έψαξε στη μέσα τσέπη του τσικνισμένου σακακιού του και έβγαλε ένα κίτρινο φάκελο, αρκετά φουσκωμένο.

– Να ξάδελφε, είπε, συνήθως εγώ είμαι αυτός που παίρνει τα φακελάκια αλλά Πάσχα είναι, ας δώσω και εγώ μια φορά. Πότε θα με βγάλεις στο γυαλί να μιλήσω για επιστήμη;
- Όποτε θέλεις αγαπημένε ξάδελφε, είπε ο Πάρλας Ανοητίδης, και έχωσε το φάκελο στην τσέπη.

Ο κάμεραμαν έτρωγε σοκολατάκια και τα πουλιά κελαηδούσαν καληνυχτίζοντας, πριν πέσει το βαθύ σκοτάδι.

Σχόλια